- πυρέθρου
- πύρεθρονpellitoryneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πύρεθρο — (χρυσάνθεμον το κινεραριόφυλλον). Φυτό ποώδες της οικογένειας των συνθέτων η κομποζίτων (δικοτυλήδονα), που φυτρώνει άγριο σε πετρώδεις περιοχές της βορειοηπειρωτικής Ελλάδας και κατά μήκος της Αδριατικής. Τα άνθη του (κεφάλια), αφού αποξηρανθούν … Dictionary of Greek
Κένυα — Eπίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κένυας Έκταση: 582.650 τ. χλμ. Πληθυσμός: 31.138.735 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Ναϊρόμπι (2.411.900 κάτ. το 2002)Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Συνορεύει Β με την Αιθιοπία και με το Σουδάν, Δ με την Ουγκάντα, Ν με… … Dictionary of Greek